μετρημένος

μετρημένος
-η, -ο
1. ορισμένος, καθορισμένος: Τα νομίσματα είναι μετρημένα.
2. λιγοστός: Είναι μετρημένες οι μέρες του στη θέση του διευθυντή.
3. μτφ., συνετός, φρόνιμος, συγκρατημένος: Τα λόγια του είναι πάντα μετρημένα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετρημένος — η, ο βλ. μετρώ …   Dictionary of Greek

  • κακομέτρητος — η, ο (Α κακομέτρητος, ον) [κακομετρώ] νεοελλ. ο μετρημένος εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος αρχ. (μετρική) στίχος κακώς μετρημένος, που έχει κακό, εσφαλμένο μέτρο …   Dictionary of Greek

  • πεδατούρα — ἡ, Μ 1. τόπος μετρημένος με τα πόδια 2. στρατιωτική εγκατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pedatura «τόπος μετρημένος με τα πόδια»] …   Dictionary of Greek

  • έμμετρος — η, ο (AM ἔμμετρος, ον) αυτός που έχει συντεθεί σε μέτρο, σε στίχους («έμμετρο κείμενο», «έμμετρη μετάφραση») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών χρυσομηλιδών αρχ. μσν. φρ. «ἔμμετροι ποιηταί» αυτοί που χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… …   Dictionary of Greek

  • εύμετρος — εὔμετρος, ον (Α) 1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ εὐμέτρου», Αισχύλ.) 2. συμμετρικός στις αναλογίες 3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.) 4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο… …   Dictionary of Greek

  • εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • εύσταθμος — εὔσταθμος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει κανονικό, πλήρες βάρος («εὔσταθμα νομίσματα») αρχ. μετρημένος με ακρίβεια. επίρρ... εὐστάθμως (Α) με ακριβή στάθμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σταθμός / σταθμά «βάρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”